- θεομπαίχτης
- düzenbaz, sahtekar
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
θεομπαίχτης — ο, θηλ. θεομπαίχτρα και θεομπαίχτισσα 1. αυτός που εμπαίζει τον θεό και τα θεία, ο ασεβής 2. ο απατεώνας, ο κακοήθης που υποκρίνεται τον ευσεβή για να αποκομίζει ατομικά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μπαίχτης (< εμ παίκτης < εμ παίζω), τ.… … Dictionary of Greek
θεομπαίχτης — ο θηλ. θεομπαίχτρα αυτός που εμπαίζει το Θεό, ο ανευλαβής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοτούμπης — ο θεομπαίχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)